- αγιοπρεπής
- saintly
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
αγιοπρεπής — ές (Μ ἁγιοπρεπής) αυτός που αρμόζει στους αγίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + πρέπω. ΠΑΡ. αγιοπρέπεια] … Dictionary of Greek
αγιοπρέπεια — η [αγιοπρεπής] ευσέβεια, ιερότητα, αγιότητα … Dictionary of Greek
ՍՐԲԱՎԱՅԵԼՈՒՉ — ( ) NBH 2 0761 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. ἀγιοπρεπής sanctis conveniens, sanctos condecens, sanctus et decorus, sacrosanctus. Վայելչական սրբոց. սրբութեամբ վայելչացեալ. սրբազնավայելուչ. սուրբ. *Սրբավայելուչս առանձնաւորութիւնս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)